- ἐμφύτως
- ἔμφυτοςinbornadverbialἔμφυτοςinbornmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… … Dictionary of Greek
εμφυής — ἐμφυής, ές (Α) 1. ο υπάρχων εκ φύσεως, έμφυτος, εγγενής, φυσικός 2. εγκεντρισμένος, εμφυτευμένος. επίρρ... ἐμφυῶς εμφύτως, εγγενώς, φυσικώς … Dictionary of Greek
μεμαθημένως — (Α) επίρρ. (για κάτι που αποκτήθηκε) με μάθηση, σε αντιδιαστολή προς το εμφύτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμαθημένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρήματος μανθάνω] … Dictionary of Greek
ЕСТЕСТВЕННАЯ ТЕОЛОГИЯ — [лат. theologia naturalis], термин, очерчивающий особую область философско богословских размышлений и исследований, общей характерной чертой к рых является признание в качестве отправного факта того, что всякий человек естественным образом… … Православная энциклопедия